ληστοπιαστής

ληστοπιαστής
(λῃστοπιαστής, ὁ (Α)
πάπ. στον πληθ. οἱ ληστοπιασταί
τμήμα τών δυνάμεων τής τάξης στην Αίγυπτο ειδικό για τη σύλληψη τών ληστών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ληστής + -πιαστής (< πιάνω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”